εργάτης

εργάτης
Εκείνος που εργάζεται κυρίως με τα χέρια του και ζει από την αμοιβή αυτής της εργασίας. Οι ε. είναι βασική παραγωγική δύναμη της σύγχρονης κοινωνίας και διακρίνονται σε βοηθητικούς (αυτοί που στην επιχείρηση εξυπηρετούν την κύρια παραγωγή), σε ε. γης (μισθωμένοι για τη γεωργία με λίγη ή καθόλου δική τους γη), σε ε. εποχικούς (αυτοί που εργάζονται σε καθορισμένες εποχές εξαιτίας φυσικών και κλιματολογικών συνθηκών) και σε ε. θάλασσας (εκείνοι που εργάζονται στα πλοία, οι δύτες, οι ψαράδες και οι πορθμείς). Οι ε. στην Ελλάδα καθυστέρησαν να διαμορφωθούν ως τάξη πρώτον εξαιτίας της τουρκικής κατοχής που κράτησε υπόδουλο το ελληνικό έθνος και δεύτερον γιατί η Ελλάδα εξαρτήθηκε οικονομικά και πολιτικά από ξένες Δυνάμεις μετά την ανεξαρτητοποίησή της. Η ελληνική βιομηχανία, που άρχισε τη δραστηριότητά της μισό αιώνα μετά την Επανάσταση του 1821, είχε ως φυσικό επακόλουθο τη δημιουργία εργατικής τάξης με διαρκώς αυξανόμενα προβλήματα. Από το 1880 έως το 1890 ιδρύθηκαν στην Ελλάδα μια σειρά βιομηχανικές επιχειρήσεις, κατασκευάστηκε δίκτυο σιδηροδρομικών και οδικών συγκοινωνιών, διπλασιάστηκε ο πληθυσμός της Αθήνας και –όπως ήταν φυσικό– ο αριθμός των ε. αυξήθηκε. Τότε εμφανίστηκαν και τα πρώτα εργατικά σωματεία. Την εποχή αυτή κυκλοφόρησαν και οι πρώτες εφημερίδες με ύλη που αφορούσε τα εργατικά ζητήματα. Βλ. λ. εργασία· συνδικάτα. εργατικά τραγούδια. Τη σημασία της μελωδίας και του ρυθμού για την καλύτερη απόδοση της δουλειάς την είχαν αντιληφθεί οι άνθρωποι από τα αρχαία χρόνια. Οι αρχαίοι Έλληνες είχαν δημιουργήσει διάφορα εργατικά τραγούδια: ποιμενικά, συβωτικά και τους λεγόμενους βουκολισμούς για τους βοσκούς, ερετικά για τους κωπηλάτες, μυλωθρικάεπιμύλια για τους μυλωνάδες, επιλήνια για αυτούς που πατούσαν στα πατητήρια τα σταφύλια και πολλά άλλα. Ανάλογες πληροφορίες έχουμε και για άλλους λαούς. Συχνά τα τραγούδια αυτά έχουν λόγια χωρίς νόημα, ταιριασμένα όμως πάντα με τον ρυθμό της δουλειάς: Ω, ω, ω,-χοπ! Άλα-μπρος, μάινα-βίρα. Από την άποψη αυτή μας φέρνουν περισσότερο από τα άλλα τραγούδια στον αρχέτυπο επιφωνηματικό και ρυθμικό χαρακτήρα του τραγουδιού. Μερικά από τα τραγούδια αυτά χορεύονται. Πολύ γνωστός είναι ο χορός της τράτας, που τον χορεύουν την Τρίτη του Πάσχα στα Μέγαρα και αποτελεί μίμηση των κινήσεων των ψαράδων, την ώρα που τραβούν τα δίχτυα τους από τη θάλασσα. Ο ρόλος του σημερινού εργάτη είναι αρκετά διαφοροποιημένος σε σχέση με το παρελθόν, λόγω της εισβολής της νέας τεχνολογίας σε όλη την παραγωγική διαδικασία (φωτ. ΑΠΕ).
* * *
ο, θηλ. εργάτρια και εργάτισσα (AM ἐργάτης, ὁ, θηλ. ἐργάτις και ἐργατίνα)
1. αυτός που εργάζεται χρησιμοποιώντας κυρίως τα χέρια του, που κάνει χειρωνακτική εργασία
2. εκείνος που είναι αφοσιωμένος σε κάτι, που εργάζεται συστηματικά και αποδοτικά (α. «εργάτης τού θεάτρου, τού πνεύματος» β. «τῆς ἀρετής ἐργάται»)
3. μηχάνημα για την ανέλκυση τής άγκυρας τού πλοίου
νεοελλ.
1. αυτός που προσφέρει χειρωνακτική εργασία με ημερομίσθιο («πήρε δέκα εργάτες στην οικοδομή του»)
2. αυτός που δουλεύει σε εργοστάσιο («οι εργάτες τού εργοστασίου»)
μσν.
1. δούλος, υποτακτικός
2. υπηρέτης
αρχ.
1. γεωργός, ξωμάχος
2. εργατικός, δραστήριος («καίτοι γ’ ἐστί σώφρων κἀργάτης», Αριστοφ.)
3. έμπειρος σε κάτι («πασῶν τῶν τεχνῶν ἐργάτην», Ξεν.)
4. δημιουργός, παραγωγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έργον. Ο τ. μαρτυρείται στη μυκηναϊκή (we-ka-ta) και πιθ. ήταν αρχικά επίθετο (πρβλ. εργάτης βους «βόδι εργατικό») που ουσιαστικοποιήθηκε].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐργάτης — workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εργάτης — ο θηλ. εργάτρια 1. αυτός που εργάζεται σωματικά. 2. αυτός που εργάζεται χειρωνακτικά με το μεροκάματο: Στο εργοστάσιο απασχολούνται πολλοί εργάτες. 3. ειδικά αυτός που εργάζεται σε εργοστάσιο. 4. αυτός που γενικά εργάζεται σε αντίθεση προς τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κἀργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑργάτης — ἐργάτης , ἐργάτης workman masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάται — ἐργάτης workman masc nom/voc pl ἐργάτᾱͅ , ἐργάτης workman masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργατῶν — ἐργάτης workman masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάταιν — ἐργάτης workman masc gen/dat dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάταις — ἐργάτης workman masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτην — ἐργάτης workman masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐργάτου — ἐργάτης workman masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”